διπλοπροσωπία

διπλοπροσωπία
η
1. η ιδιότητα τού διπλοπρόσωπου, διπροσωπία, ανειλικρίνεια
2. το να παρουσιάζεται κάποιος με δεύτερη πλαστή ταυτότητα για να εξαπατήσει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονοπρόσωπος — η, ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπο («μονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.) νεοελλ. 1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο») 2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”